-
101 ἐμός
1 my, our referring normally to both chorus and Pindar, but occasionally to the chorus alone Πα. 2. 29 e. g., and apparently to Pindar alone P. 3.78, P. 10.56, e. g.ματρομάτωρ ἐμὰ Στυμφαλίς, εὐανθὴς Μετώπα, πλάξιππον ἃ Θήβαν ἔτικτεν O. 6.84
ἐμῶν δ' ὕμνων ἄεξεὐτερπὲς ἄνθος O. 6.105
πόθι φρενὸς ἐμᾶς γέγραπται O. 10.3
ὁ μέλλων χρόνος ἐμὸν καταίσχυνε βαθὺ χρέος O. 10.8
ἀλλ' ἐπεύξασθαι μὲν ἐγὼν ἐθέλω Ματρί, τὰν κοῦραι παῤ ἐμὸν πρόθυρον σὺν Πανὶ μέλπονται θαμὰ σεμνὰν θεὸν ἐννύχιαι (ὅτι ἐγειτνία τῇ Πινδάρου οἰκήσει Μητρὸς θεῶν ἱερὸν καὶ Πανός, ὅπερ αὐτὸς ἱδρύσατο. Σ, but v. Fränkel, Hermes 1961, 392 on Kallistratos) P. 3.78τὸν δ' ἀμφέποντ αἰεὶ φρασὶν δαίμον ἀσκήσω κατ ἐμὰν θεραπεύων μαχανάν P. 3.109
τὸ δ' ἐμὸν γαρύει ἀπὸ Σπάρτας ἐπήρατον κλέος (ἀπὸ τοῦ χοροῦ ἢ ἀπὸ τοῦ ποιητοῦ. Σ, but possibly both. cf. O. 6.84) P. 5.72ἐμᾷ ποτανὸν ἀμφὶ μαχανᾷ P. 8.34
Ἀλκμᾶνα στεφάνοισι βάλλω γείτων ὅτι μοι καὶ κτεάνων φύλαξ ἐμῶν ὑπάντασεν ἰόντι γᾶς ὀμφαλὸν παρ' ἀοίδιμον (reference unknown) P. 8.58Ἐφυραίων ὄπ' ἀμφὶ Πηνειὸν γλυκεῖαν προχεόντων ἐμὰν P. 10.56
ἐμὰν ποιπνύων χάριν τόδ' ἔζευξεν ἅρμα Πιερίδων P. 10.64
θυμέ, τίνα πρὸς ἀλλοδαπὰν ἄκραν ἐμὸν πλόον παραμείβεαι; N. 3.27κεῖνος ἀμφ' Ἀχέροντι ναιετάων ἐμὰν γλῶσσαν εὑρέτω κελαδῆτιν N. 4.85
Αἰακὸν ἐμᾷ μὲν πολίαρχον εὐωνύμῳ πάτρᾳ (ἑᾷ Hermann: “quo sensu Aeacus Thebanorum πολίαρχος dici potuerit ignoramus.” Puech: cf. v. 61 ξεῖνός εἰμι) N. 7.85τὸ δ' ἐμὸν οὔ ποτε φάσει κέαρ N. 7.102
ναὶ μὰ γὰρ ὅρκον, ἐμὰν δόξαν κάλλιον ἂν δηριώντων ἐνόστησ' ἀντιπάλων (κατὰ τὴν ἐμὴν δόκησιν. Σ.) N. 11.24μᾶτερ ἐμὰ, χρύσασπι Θήβα I. 1.1
ταῦτα, Νικάσιππ, ἀπόνειμον, ὅταν ξεῖνον ἐμὸν ἠθαῖον ἔλθῃς i. e. to Thrasyboulos of Akragas I. 2.48τὸ δ' ἐμόν, οὐκ ἄτερ Αἰακιδᾶν, κέαρ ὕμνων γεύεται I. 5.19
ματρὸς δὲ ματέρ' ἐμᾶς ἔτεκον ἔμπαν a chorus of Abderitans sing of their founding city Teos Pae. 2.29ἦλθον ἔταις ἀμαχανίαν ἀλέξων τεοῖσιν ἐμαῖς τε τιμαῖς Pae. 6.11
]ἐμὸν τ[ Pae. 10.17
]νας ἐμᾶς διψῶντα[ Παρθ. 2.. μελισσοτεύκτων κηρίων ἐμὰ γλυκερώτερος ὀμφά fr. 152. ὤνασσ' Ἀλάθεια, μὴ πταίσῃς ἐμὰν σύνθεσιν τραχεῖ ποτὶ ψεύδει fr. 205. 3. in direct speech, “ ποθέω στρατιᾶς ὀφθαλμὸν ἐμᾶς” O. 6.16 “ ἀρχαίαν κομίζων πατρὸς ἐμοῦ τιμάν” P. 4.106 “εἴ ποτ' ἐμᾶν, ὦ Ζεῦ πάτερ, θυμῷ θέλων ἀρᾶν ἄκουσας” I. 6.42 “τὸ μὲν ἐμόν, Πηλέι γέρας θεόμορον ὀπάσσαι γάμου Αἰακίδᾳ” (τοῦτο ἰσοδυναμεῖ τῷ κατὰ ἐμὲ ἢ κατὰ τὴν ἐμὴν γνώμην. Σ.) I. 8.38 “ἐμὰν ματέρα λιπόντες καὶ ὅλον οἶκον Pae. 4.44
-
102 θαυμάζω
Aθαυμάσομαι A.Pr. 476
, E.Alc. 157, Pl.Prm. 129c, [dialect] Ep.θαυμάσσομαι Il.18.467
; alsoθαυμάσω Hp.Nat.Puer. 29
, Plu.2.823f, etc. (in X.Cyr.5.2.12 θαυμάζουσι is restored for -σουσι, θαυμάσετε is v.l. for -σαιτε, Id.HG5.1.14): [tense] aor. (lyr.), etc., [dialect] Ep. : [tense] pf.τεθαύμακα X.Mem.1.4.2
, etc.:—[voice] Med., Gal.Med.Phil.2 (v.l.), Ael.VH12.30: [tense] aor. 1 ἐθαυμασάμην v.l. in Aesop.92; οὐκ ἂν θαυμας ώμεθα (leg. - σαίμεθα) Procl.in Prm.p.750S.; θαυμάσαιτο v.l. in J.BJ3.5.1:—[voice] Pass., [tense] fut.- ασθήσομαι Isoc.6.105
, Th.2.41: [tense] aor.ἐθαυμάσθην Id.6.12
: [tense] pf.τεθαύμασμαι Plb.4.82.1
.1 abs., wonder, marvel, Il.24.394, Pl.Hp.Ma. 282e, etc.2 c. acc., marvel at, Il.24.631, etc.;πτόλεμόν τε μάχην τε 13.11
; , cf. OC 1152, El. 393:—[voice] Pass., ὡς τέρας θ. Hdt.4.28; μὴ παρὼν -άζεται I wonder why he is not present, S.OT 289.b honour, admire, worship, once in Hom. (but cf. θαυμαίνω), οὔτε τι θαυμάζειν.. οὔτ' ἀγάασθαι Od.16.203
; freq. later, as Hdt.3.80, A.Th. 772 (lyr.), S.Aj. 1093, etc.;θ. τύμβον πατρός E.El. 519
;μηδὲ τὸν πλοῦτον μηδὲ τὴν δόξαν τὴν τούτων θαυμάζετε, ἀλλ' ὑμᾶς αὐτούς D. 21.210
; μηδὲν θ., Lat. nil admirari, Plu.2.44b; technically, of the attendance of small birds on the owl, Arist.HA 609a15; θ. πρόσωπον to show respect to a person, i.e. comply with their request, LXX Ge. 19.21; θ. τινά τινος for a thing, Th.6.36;θ. τινὰ ἐπὶ σοφίᾳ Pl.Tht. 161c
, X.Mem.1.4.2;ἀπὸ τοῦ σώματος τὸν νεανίσκον Plu.Rom.7
:— [voice] Pass., to be admired, Hdt.7.204;ὑπό τινος Id.3.82
;ἔν τινι Th.2.39
;τῶν προγεγενημένων μᾶλλον -θησόμεθα Isoc.6.105
; τοὺς ὁμοίως τεθαυμασμένους [ποιητάς] Phld.Po.5.31;διά τι Isoc.4.59
: c. gen.,τῆς ῥώμης Philostr.VA7.42
; ; τὰ εἰκότα θ. to receive proper marks of respect, Th.1.38;θ. τινί Id.7.63
.3 c. gen., wonder at, marvel at, τούτου (cj. for τοῦτο) Lys.7.23: c. part.,ὃ δ' ἐθαύμασά σου λέγοντος Pl.Prt. 329c
, cf. Cri. 50c;θ. τῶν προθέντων αὖθις λέγειν Th.3.38
; θ. τί τινος to wonder at a thing in a person, E.Hipp. 1041;ὃ θ. τοῦ ἑταίρου Pl.Tht. 161b
, cf. R. 376a: c. dupl. gen.,θ. τούτου τῆς διανοίας Lys.3.44
:—these phrases are used in [dialect] Att. as a civil mode of expressing dissent.4 rarely c. dat. rei, to wonder at, Th.4.85.5 folld. by Preps., [full] τὰ- όμενα περί τινος Pl.Ti. 80c
;θ. περί τινος τί τῇ τέχνῃ συμβάλλεται Sosip.1.37
;ἐπί σου θαυμάζω, πῶς δύνῃ.. Plb.23.5.12
;θαυμάσονται ἐπ' αὐτῇ LXXLe.26.32
.6 freq. folld. by an interrog. sentence,θαυμάζομεν οἷον ἐτύχθη Il.2.320
;θ. ὅστις ἔσται ὁ ἀντερῶν Th.3.38
;θαυμάζοντες τί ἔσοιτο ἡ πολιτεία X. HG2.3.17
;θ. ὡς οὔπω πάρεισιν Th.1.90
, cf. X.Cyr.1.4.20, etc.; θ. ὅτι I wonder at the fact that.., Pl.R. 489a;πολλάκις τεθαύμακα ὅπως.. Com.Adesp.22.46D.
; but more commonly, θ. εἰ.. I wonder if.., as a more polite way of saying I wonder that.., Hdt.1.155, S. OC 1140, Pl.Phd. 97a;ἐὰν.. λέγω, μηδὲν θαυμάσῃς Id.Smp. 215a
;ὃ καὶ θαυμάζω, εἰ.. D.19.86
; θαύμαζον ἀκούων, εἰ σὺ μὴ εἴης.. , Lat. mirum ni.., Ar. Pax 1292 (hex.).—This construction is freq. combined with one or other of the foregoing.b c. acc.,θαύμαζ' Ἀχιλῆα, ὅσσος ἔην οἷός τε Il.24.629
; Τηλέμαχον θαύμαζον, ὃ θαρσαλέως ἀγόρευε they marvelled at Telemachus, that he spake so boldly, Od. 1.382; τὸ δὲ θαυμάζεσκον ([dialect] Ion. [tense] impf.),ὡς.. 19.229
;θ. σοῦ γλῶσσαν, ὡς θρασύστομος A.Ag. 1399
, etc.: sts. without a connective,ἀλλὰ τὸ θαυμάζω· ἴδον.. Od.4.655
;σοῦ.. θαυμάσας ἔχω τόδε· χρῆν γὰρ.. S. Ph. 1362
: sts. c. inf.,θαυμάζομεν Ἕκτορα δῖον, αἰχμητὴν ἔμεναι Il.5.601
.c c. gen., θ. τινός, ἥντινα γνώμην ἔχων κτλ. Antipho 1.5;θ. τῶν.. ἐχόντων ὅπως οὐ λέγουσιν Isoc.3.3
;θ. αὐτοῦ τί τολμήσει λέγειν D.24.66
;θαυμάζω τινὸς ὅτι.. Isoc.4.1
; θ. τῶν δυναστευόντων εἰ ἡγοῦνται I wonder at men in power supposing, ib.170;ὑμῶν θ. εἰ μὴ βοηθήσετε X.HG2.3.53
; alsoθ. αὐτοῦ.. τοῦτο, ὡς.. Pl.Phd. 89a
.7 c. acc. et inf., πενθεῖν οὔ σε θ. E.Med. 268, cf. Alc. 1130: after a gen.,θαυμάζω δέ σου.. κυρεῖν λέγουσαν A.Ag. 1199
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > θαυμάζω
-
103 προσλαμβάνω
A- λήψομαι X.An.7.3.13
: [tense] aor.προσέλᾰβον Id.Mem.3.14.4
: [tense] pf.- είληφα Id.An.7.6.32
, [dialect] Ion.- λελάβηκα Eus.Mynd. 51
:— take or receive besides or in addition, get over and above, ἄρτον προσέλαβε (sc. τῷ ὄψῳ) X.Mem. l.c.; πρὸς τοῖς παροῦσιν ἄλλα [κακά] A.Pr. 323; ;π. αἰσχύνην Th.5.111
;ἐμπειρίαν Id.6.18
;ὧν μάλιστα δεόμεθα And.3.23
;δόξαν γελοίαν ἡμῖν X.Smp.4.8
;ἄλλην εὔκλειαν πρὸς ἐκείνοις Id.An.7.6.32
; μισθόν ib.7.3.13;λόγον τῇ ἀληθεῖ δόξῃ Pl.Tht. 207c
;δωρειάς D.19.147
;παιδείαν Id.61.42
; παιδεύματα [S.] Fr.1120.4; ; in tmesi,τοῦτο πρὸς ζητεῖς λαβεῖν Men.Epit. 132
; : abs., make gains, D.2.7; make progress, Lib. Or.54.16:—[voice] Pass., τὸ προσειλημμένον what has been gained, opp. τὸ ἀπολειπόμενον, Plu.2.77c.2 take in, add an area to a building site, PCair.Zen.193.6 (iii B.C.):—Math., τὸ ποτιλαμβανόμενον orποτιλᾱφθὲν χωρίον Archim.Spir.Praef.
; προσλαβών, plus, opp. λιπών, minus, Apollon.Perg.Con.3.12.b προσλαβών, multiplied by.., Archim.Sph.Cyl.2.8.2:—[voice] Pass., κοινοῦ -ληφθέντος λόγου if the ratio be multiplied into both, Papp.164.22.c in Music, ὁ προσλαμβανόμενος [τόνος] the added note at the bottom of the scale, Ph.1.111, Plu.2.1028f, etc.3 c. acc. pers., take to oneself as one's helper or partner, , cf. A. Pr. 219, E.Med. 885, Hipp. 1011;ἱππέας καὶ πελταστάς X.Cyr.1.4.16
;πόλεις τὰς μὲν βίᾳ τὰς δ' ἑκούσας Id.HG4.1.1
;τινὰς τῶν πολιτῶν D. 15.14
; ; π. ἀδελφοὺς τοῖς παισί, by a second marriage, X.Lac.1.9: with a second acc., π. τινὰ σύμμαχον Id.An.7.6.27, cf. Lys.26.16:—[voice] Med.,πόλεις προσλαβέσθαι Plb.1.37.5
;μισθοφόρους Plu.Pel.27
; π. τινὰ συνεργόν, κοινωνόν, PFay.12.10 (ii B.C.), PAmh.100.4 (ii/iii A.D.); of admitting into the army,π. τὸν.. μου ἀδελφὸν.. εἰς τὴν Δεξειλάου σημέαν UPZ14.21
(ii B.C.); προσλαβέσθαι γνώμην τινός get his vote besides, Plb.3.70.2:—[voice] Pass., admitted, enrolled,PTeb.
61 (a).2, cf.31,al. (ii B.C.).b [voice] Med., appropriate neighbouring land,π. τῇ ἑαυτοῦ οἰκίᾳ ψιλοὺς τόπους Sammelb.5954.5
(i A.D.), cf. BGU1060.17 (i B.C.).4 in Logic, add by apposition, , cf. Id.APr. 58b27 ([voice] Pass.); assume as minor premiss, Stoic.2.85, Muson. Fr.1p.2H., Procl.in Prm.p.855S.; cf. πρόσληψις.5 borrow,τι κερμάτιον Men.Her.32
;ἡ σελήνη φέγγος ἴδιον οὐκ ἔχει, ἀλλ' ἀπὸ τοῦ ἡλίου προσλαμβάνει Eudox. Ars 11.15
.II take hold of,με π. κουφίσας S.Tr. 1025
(lyr.); π. τὸν ἀγωγέα βραχύτερον shorten the rein, Stratt.52:—[voice] Med., take hold of, c. gen., Ar.Ach. 1215 sq., Lys. 202; .2 fasten, Hp. Art.78, Arist.PA 670a14; καταδεῖν καὶ π. v.l. in Thphr.HP6.2.2:—[voice] Pass., δεσμοῖς π. Arist.PA 654b27, cf. HA 497a22; to be enveloped, Ruf.Anat.32.3 lend a hand, help, X.An.2.3.11 and 12;π. τινί
help, assist,IG
12.374.54, cf. Ar. Pax 9 ([voice] Med.); τῆς ἀποκρίσεως ὑμῖν.. π. help you to find an answer, Pl.Lg. 897d; οἱ ποταμοὶ π. τῇ θαλάττῃ co-operate with.., Str.2.5.17, cf. 11.4.2, 13.1.1:—[voice] Med., προσελάβετο τοῦ πάθεος he was partly the author of what befell, cj. for - εβάλετο in Hdt.8.90:— [voice] Pass., π. ὑπό τινος to be aided by.., Vett.Val.58.16.III προσείληφασιν have learnt, believe, ὅτι.. f.l. for προσυπ- in Dsc.2.141.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > προσλαμβάνω
-
104 προστρέχω
A- δρᾰμοῦμαι D.21.224
:— run to or towards, come to one,πρὸς τοὺς νεκρούς Pl.R. 440a
; τινι Ar.Ach. 1084, Av. 759, X.An. 4.3.10, etc.: abs., run up, Id.HG3.1.18, Cyr.7.1.15, D.l.c., etc.2 in hostile sense, make a sally,πρός τι X.Cyr.5.4.47
.3 of things, happen to one, τινι D.S.13.37 codd.; προστρέχει πολλαχοῦ τὸ γίγνεται" occurs frequently, Dam.Pr. 401.II metaph., join or side with, [ τῇ συγκλήτῳ] Plb.24.10.4, etc.;πρὸς τὴν τῶν πολλῶν γνώμην Id.28.7.8
;πρὸς τὴν ἀλήθειαν Id.18.15.2
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > προστρέχω
-
105 πυκνός
πυκνός [(A)], ή, όν, poet. also [full] πῠκῐνός, ή, όν, both forms in [dialect] Ep. (v. infr.) and Lyr., Pi.O.13.52 ([comp] Sup.), B.Fr.1; [dialect] Aeol. [full] πύκνος Sapph.1.11, Alc.Supp.14.9 ( πύκινος is dub. l. Id.82); Trag. [full] πυκνός, exc. S. in lyr., Aj. 1208, Ph. 854; πυκινός once in Com., Eub.38 (s.v.l.): [dialect] Lacon. [comp] Sup. πουκότατος is corrupt in Simm.26.17:—A close, compact.I of a thing with reference to the close union of its parts, close, firm, solid,πυκινὸς θώρηξ Il.15.529
;χλαῖναν πυκνὴν καὶ μεγάλην Od.14.521
;πυκινὸν νέφος Il.5.751
; πυκινὸν λέχος well-stuffed, firm bed, 9.621, Od.7.340;πυκνὸν καὶ μαλακόν Il.14.349
;Ἁρμονίης πυκινῷ κρυφῷ Emp.27.3
;σπάρτα πυκνὰ ἐστραμμένα X.An.4.7.15
;π. δέμας Parm. 8.59
; of a sponge, Hp.Ulc.2;π. ὀστοῦν Pl.Ti. 75b
, cf. Hp.VM22; [ σάρκες] Pl.Ti. 74e; χρυσοῦ πυκνότερον ib. 59b;ἔβενος Thphr.HP1.5.5
;πλεύμων Plu.2.698b
; χωρία ib.650d;πυκινὴν νάπαις Ἄζιλιν Call. Ap.89
; [ὁ ἐλαιὼν] πυκνός ἐστι τοῖς φυτοῖς overgrown with plants, PFay.113.8 (i/ii A.D.);ξοῒς χαρακτὴ π. IG7.3073.104
(Lebad., ii B.C.); of a woman, thick-set, stocky, Sor.1.34.2 narrow, constricted,οὐ διέρχεται.. ἀρκέουσα ἰκμάς.., πυκνῆς τῆς ὁδοῦ ἐούσης Hp.Mul.1.73
;πυκνοὺς ἔχουσι τοὺς πόρους τοῦ σώματος Alex.Aphr.Pr.1.6
.II of the parts of a thing, close-packed, crowded,πυκιναὶ κίνυντο φάλαγγες Il.4.281
; , etc.;πυκινὸν λόχον εἷσαν 4.392
, etc.(v. infr. 111.1);πυκνὰ καρήατα λαῶν 11.309
;πυκνοὶ ἐφέστασαν ἀλλήλοισιν 13.133
, cf. Od.5.480;σταυροῖσιν πυκινοῖσι Il.24.453
;σταυροὺς.. πυκνοὺς καὶ θαμέας Od.14.12
; of thick plumage,πυκινὰ πτερά 5.53
;πτερὰ πυκνά Il.11.454
, 23.879; but πύκνα πτέρα fast-beating wings, Sapph.1.11 (and so perh. Hom. ll. cc.); freq. of thick foliage, ὕλη, λόχμη, θάμνοι, ὄζοι, ῥωπήϊα, δρυμά, πέταλα, Il.18.320, Od.19.439, 5.471, Il.21.245, Od.14.473, 10.150, 19.520;π. νέφεα Hes.Op. 553
; πυκινοῖσι λίθοισι with close-laid stones, Il.16.212; πυκινοῖσι.. βελέεσσι with a thick shower of darts, 11.576;πυκνῆσιν λιθάδεσσιν Od.14.36
;τοξεύματα πολλὰ καὶ π. Hdt.7.218
; πυκνοῖς ὄσσοις δεδορκώς, of Argus, A.Pr. 678; πεπλεκτανημέναι π. δράκουσιν, of the Furies, Id.Ch. 1050; of thick-falling rain, snow, etc.,πυκνῆς ἀκοῦσαι ψακάδος S.Fr. 636
;πυκιναῖς δρόσοις Id.Aj. 1208
(lyr.);πυκνῇ νιφάδι E.Andr. 1129
; π. ῥόος a dense current, Emp.100.14;π. θρίξ X.Cyn.4.6
;π. τρίχες Pl.Prt. 321a
; [ δένδρεα] Hdt.4.22, cf. X.An.4.8.2;τὰ μὲν π... τὰ δὲ μανὰ κατὰ τὴν φυτείαν Thphr.HP1.8.2
.b in Tactics, in close order, opp. ἀραιός, Ascl.Tact.4.1 ([comp] Sup.), Arr.Tact.11.1 ([comp] Comp.).2 of a repeated action, frequent, numerous,πυκνοὺς θεοπρόπους ἴαλλε A.Pr. 658
;τῶν π. φιλημάτων Id.Fr. 135
;ὀδύναι πυκνόταται Hp.VM22
;πυκινῶν κρεγμῶν ἀκροαζομένα Epich.109
(anap.);π. ὁδοὺς ἐλθόντα E.Tr. 235
; π. βαίνων ἤλυσιν, of a blind man, Id.Ph. 844; ἐν πυκνῷ θεοῦ τροχῷ κυκλεῖται on the oft-revolving wheel, S.Fr.871.1; Aër.13; πνεῦμα πυκνότερον quicker breathing, Id.Acut.16;π. σφυγμὸς ἢ μανός Plu.2.136f
; continuous, constant,φῶς Corp.Herm. 16.10
;ἐρωτήμασι πυκνοῖς χρώμενοι Th.7.44
;ἡ.. εἰωθυῖά μοι μαντικὴ.. πάνυ πυκνὴ ἦν Pl.Ap. 40a
;ἐπιθυμίαι π. τε καὶ σφοδραί Id.R. 573e
;τὰς ἐντεύξεις π. ποιεῖσθαι Isoc.1.20
: c. inf., πυκνοτέραν εἰσαφικνεῖσθαι πᾶσιν ἀνθρώποις ποιεῖν τὴν πόλιν more frequently visited by.., X.Vect.5.1 codd.III of artificial union, well put together, compact, strong, πυκινὸς δόμος, χηλός, θύραι, θάλαμος, κευθμῶνες (v. infr. B. 111.1), Il.10.267, Od.13.68, Il.14.167, Od.23.229, 10.283;ἀσπὶς ῥινοῖσιν πυκινή Il.13.804
;π. δῶμα Xenoph.17
: hence, close, concealed,πυκινὸς δόλος Il.6.187
; and so perhaps π. λόχος, v. supr. 11.1.2 in Music, πυκνόν, τό, part of the tetrachord in which the intervals are small, defined asτὸ ἐκ δύο διαστημάτων συνεστηκὸς ἃ συντεθέντα ἔλαττον διάστημα περιέξει τοῦ λειπομένου διαστήματος ἐν τῷ διὰ τεσσάρων Aristox.Harm. p.24M.
, cf. Plu.2.1135b, etc.IV generally, strong of its kind, sore, excessive,ἄτη Il.24.480
;μελεδῶναι Od.19.516
;ἄχος Il.16.599
.V metaph. of the mind, shrewd, wise,πυκιναὶ φρένες 14.294
, cf. Alc.Supp.14.9, B. l.c.;νόος Il.15.461
;μήδεα 3.208
;βουλή 2.55
;ἐφετμή 18.216
;μῦθοι Od.3.23
;ἔπος Il.11.788
; θυμός, βουλαί, Pi.P.4.73, I.7(6).8;φρήν E.IA67
; μήτιδι πυκνῇ Orac. ap. Hdt.7.141, cf. IG3.1320: in Prose,πυκνὴ διάνοια Pl.R. 568a
; τὸ π. terseness of expression, D.H.Th.24.2 of persons, sagacious, shrewd, crafty, cunning,Σίσυφος πυκνότατος παλάμαις Pi.O.13.52
;κύων πυκινώτατον ἑρπετόν Id.Fr. 106
; πυκινοί the wise, S.Ph. 854 (lyr.);πυκνότατον κίναδος Ar.Av. 430
(lyr.); .B Adv. πυκινῶς, and after Hom. πυκνῶς, θύραι or σανίδες πυκινῶς ἀραρυῖαι close or fast shut, Il.9.475, Od.2.344, etc.2 sorely (v. supr. A. IV),πυκινῶς ἀκαχήμενος Il.19.312
, cf. Od.19.95, al.; constantly,ὅταν π. διᾴττωσι X.Cyn.6.22
.3 sagaciously, shrewdly,π. ὑποθήσομαι Od.1.279
, cf. Il.21.293;πυκνῶς ἀνευρεῖν Ar.Th. 438
(lyr., s.v.l.).II neut. sg. and pl., πυκνόν, πυκνά, πυκινόν, πυκινά as Adv., esp. in the sense much, often, πήρην πυκνὰ ῥωγαλέην a much torn wallet, a wallet full of holes, Od.13.438, 17.198;πυκινόν περ ἀχεύων 11.88
;τέττιξ.. καταχεύετ' ἀοιδὴν πυκνόν Hes.Op. 584
: in Prose,πυκνὰ ἐκπίπτει ὦμος Hp.Art.2
;πυκνὰ ἀποβλέπειν Pl.R. 501b
;πυκνὰ στρέφεσθαι X.An.6.1.8
;πυκνὸν ἀναπνεῖν Arist.Rh. 1357b19
; πυκνότερον ἰέναι, παρέρχεσθαι, Pl.R. 328d, D.41.24;πυκνότερα ἐπάγειν Pl.Cra. 420d
. Adv.- οτέρως Lesb.Gramm.23
, PLond.5.1929(iv A.D.): [comp] Sup.πυκνότατα X.Eq.11.11
.2 πυκινὰ φρονεῖν (v. supr. A.V) Od.9.445.III poet. Adv. [full] πύκα [[pron. full] ?πυκνόςX?πυκνόςX], thickly, solidly,θαλάμου πύκα ποιητοῖο 1.436
;π. π. δόμοιο 22.455
;σάκεος π. π. Il.18
. 608;Λυκίων π. θωρηκτάων 12.317
, cf. 15.689, 739;πύλαι π. στιβαρῶς ἀραρυῖαι 12.454
.2 θάλαμος πύκ' ἐβάλλετο with thick-falling darts, 9.588.------------------------------------ -
106 ἀναιρέω
A take up, ἀνελόντες ἀπὸ χθονός having raised the victim from the ground, so as to cut its throat (cf. αὐερύω), Od.3.453.2 take up and carry off, bear away, esp. prizes,ἀέθλια Il.23.736
, cf. 551;στεφανηφόρους ἀγῶνας ἀναραιρηκότα Hdt.5.102
;Ὀλύμπια ἀναραιρηκώς 6.36
, cf. B. 1.1.4 take up bodies for burial,ἀνελόντες καὶ κατακλαύσαντες Ar. V. 386
, cf. X.An.6.4.9; more common in [voice] Med., v. infr. B. 1.3.II make away with, destroy, of men, kill, Hdt.4.66;πολλοὺς ἀναιρῶν A.Ch. 990
; σὲ μὲν ἡμετέρα ψῆφος ἀ. E.Andr. 517;θανάτοις ἀ. Pl.Lg. 870d
;ἐκ πολιτείας τοιαῦτα θηρία ἀ. Din.3.19
, etc.2 of things, abrogate, annul,ὅρους ἀνεῖλον πολλαχῇ πεπηγότας Sol.36.4
;νόμον Aeschin.3.39
;διαθήκας Is.1.14
;στήλας And.1.103
;ἀταξίαν D.3.35
, etc.;ἐκ μέσου ἀ. βλασφημίας Id.10.36
;τηλικαύτην ἀνελόντας μαρτυρίαν Id.28.5
; abolish,τὰς τῶν παρανόμων γραφάς Arist.Ath.29.4
:— [voice] Pass.,ἀνῄρηνται ὀλιγαρχίαι X.Cyr.1.1.1
.3 destroy an argument, confute it, Arist.; esp. confute directly, opp. διαιρέω (v.ἀναίρεσις 11.4
), Arist.SE 176b36, al.; ἀ. ἑαυτὸν confute oneself, Olymp.in Mete.25.14.4 in argument, do away with,τὰς ὑποθέσεις Pl.R. 533c
; deny, opp. τιθέναι, S.E.P.1.192, al.III appoint, ordain, of oracle's answer to inquiry,ὁ θεὸς αὐτοῖς ἀ. παραδοῦναι Th.1.25
;οὓς ἂν ὁ θεὸς ἀνέλῃ Pl.Lg. 865d
, cf. 642d;ἀνεῖλεν θεοῖς οἷς ἔδει θύειν X.An.3.1.6
: also c. acc. et inf., , etc.: abs., answer, give a response, ἀνεῖλε τὸ χρηστήριον ibid.; ἀ. τι περί τινος give an oracle about a thing, Pl.Lg. 914a;μαντείας ἀ. D. Ep.1.16
:—[voice] Pass., Id.21.51.B [voice] Med., take up for oneself, take up, pick up,οὐλοχύτας ἀνέλοντο Il.1.449
; ἀσπίδα, ἔγχος, 11.32, 13.296;κυνέην Hdt.1.84
; ; achieve, win, ἀ. τὴν Ὀλυμπιάδα, τὴν νίκην, Hdt.6.70, 103, D.H.5.47; generally, ἀ. ἐπιφροσύνας take thought, Od.19.22;εὐδαιμονίαν Pi.N.7.56
, cf. Thgn.281; in bad sense,ὄνειδος σπαργάνων ἀ. S.OT 1035
; εἴ σ' ἀνελοίμην if I should take thee into my service, Od.18.357; σῖτα ἀ. get forage, Hdt.4.128; ποινὴν τῆς Αἰσώπου ψυχῆς ἀ. exact vengeance for.., Id.2.134.2 take up and carry off, snatch,κούρας ἀνέλοντο θύελλαι Od.20.66
;ἀναιρούμενος οἴκαδε φέρειν Pl.Lg. 914b
; ἀνείλατο (for the form cf. Hsch.)δαίμων Epigr.Gr.404.1
.3 take up for burial (cf. A.1.4), Hdt.4.14, Th.4.97, etc.; ;τὰ ὀστέα Hdt.2.41
; of the ashes of the dead,πυρὸς ἀ. ἄθλιον βάρος S.El. 1140
; of one still living, E.Hel. 1616, X.HG6.4.13; τοὺς ναυαγούς ib.1.7.4, cf. 11;τοὺς δέκα στρατηγοὺς τοὺς οὐκ ἀνελομένους τοὺς ἐκ τῆς ναυμαχίας Pl.Ap. 32b
:—[voice] Pass.,ἀναιρεθέντων τῶν νεκρῶν.. ὑγιὴς ἀνῃρέθη Id.R. 614b
, al.4 take up in one's arms, Il.16.8: hence, take up new-born children, own them, Plu.Ant.36, cf. Ar.Nu. 531; take up an exposed child, Men. Sam. 159, cf. BGU 1110, etc.5 conceive in the womb, c. acc., Hdt. 2.108, 6.69.II take upon oneself, undertake,πόνους Hdt.6.108
; πόλεμόν τινι war against one, Id.5.36;πολέμους ἀναιρούμεσθα E.Supp. 492
, cf. D.1.7;ἀ. ἔχθραν Pl.Phdr. 233c
, D.6.20; ἀ. δημόσιον ἔργον undertake, contract for the execution of a work, Pl.Lg. 921d, cf. a, b, D.53.21.2 accept as one's own, adopt,γνώμην Hdt.7.16
.ά; τὰ οὐνόματα τὰ ἀπὸ τῶν βαρβάρων ἥκοντα 2.52
; ἀ. φιλοψυχίην entertain a love for life, 6.29.III rescind, cancel, συγγραφήν, συνθήκας, etc., D.34.31, 48.46, IG7.3171 (Orchom. [dialect] Boeot., iii B. C.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀναιρέω
-
107 ἀποδέχομαι
ἀποδέχομαι, [dialect] Ion. [suff] ἀποδεσμ-δέκομαι, [tense] fut. - δέξομαι: [tense] aor. - εδεξάμην: [tense] pf. - δέδεγμαι (for possible pass. usages of this tenseA v. ἀποδείκνυμι A. 11.3): —accept,καὶ οὐκ ἀπεδέξατ' ἄποινα Il.1.95
, cf. Ar.Ec. 712, X.An.6.1.24, etc.; ἀ. γνώμην παρά τινος accept advice from him, Hdt.4.97;ἀπόδεξαί μου ὂ λέγω Pl.Cra. 430d
.3 admit to one's presence,τοὺς πρεσβευτάς Plb.21.35.5
;ἀ. αὐτὸν καὶ τὰ ῥηθέντα φιλοφρόνως 21.22.1
, cf. 3.66.8.4 mostly of admitting into the mind,a receive favourably, approve, ; κατηγορίας, διαβολάς, Th.3.3, 6.29; τοῖσι μὴ ἀποδεκομένοισι, c. acc. inf., those who do not accept the story that.., Hdt.6.43; freq. in Pl.,δοῦναί τε καὶ ἀ. λόγον R. 531e
;τὴν ἀπόκρισιν Prt. 329b
;λόγον παρά τινος Smp. 194d
, etc.;τι παρά τινος Ti. 29e
;τί τινος Th.1.44
, 7.48, Pl.Phlb. 54a, etc.: c. gen. pers. mostly with part. added, ἀ. τινὸς λέγοντος receive or accept a statement from him, i.e. believe or agree with his statements, Id.Phd. 92a, 92e; ;ἀ. μαθηματικοῦ πιθανολογοῦντος Arist.EN 1094b26
, cf. Rh. 1395b8: without part., οὐκ ἀποδέχομαι ἐμαυτοῦ ὡς τὸ ἓν δύο γέγονεν I cannot satisfy myself in thinking that.., Pl.Phd. 96e, cf. Euthphr.9e, R. 329e: abs., to accept a statement, to be satisfied, D.18.277, Arist.Pol. 1263b16; ἀ. ἐάν .. Pl.R. 336d, 525d: c. gen. rei, to be content with,τῆς προαιρέσεως Lib. Or.24.2
; τῶν εἰρημένων ib.59.9.b generally, approve, acknowledge,τὴν τῶν ἐφήβων ἀρετήν IG2.481.60
,al.c take or understand a thing,ὀρθῶς ἀ. τι X.Mem.3.10.15
, cf. Cyr.8.7.10; ;τὰ τοιαῦτα δυσχερῶς πως ἀποδέχομαι Id.Euthphr. 6a
;ὑπόπτως Th.6.53
: c. gen. pers. (the acc. rei being understood), οὕτως αὐτοῦ ἀποδεχώμεθα let us understand him thus (referring to what goes before), Pl.R. 340c; .II receive back, recover, Hdt.4.33; opp. ἀποδιδόναι, Th.5.26.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀποδέχομαι
-
108 ἐκφαίνω
ἐκφαίνω, [tense] fut. - φᾰνῶ, [dialect] Ion. - φανέω in Luc.Syr.D.32: [tense] aor. ἐξέφηνα, [dialect] Dor.I of persons, bring to light, reveal,σήμερον ἄνδρα φόωσδε.. Εἰλείθυια ἐκφανεῖ 19.104
; ἐ. τινά produce him, Hdt.3.36;εἰ μὴ τὸν αὐτόχειρα.. ἐκφανεῖτ' ἐς ὀφθαλμοὺς ἐμούς S.Ant. 307
, cf. OT 329: c. part.,ἐ. σεωυτὸν ἐόντα τοῦ πατρὸς οὐδὲν ἥσσω Hdt.3.71
;κακοὺς θνητῶν ἐξέφηνε.. χρόνος E.Hipp. 428
:—[voice] Pass., οὕνεκ' Ἀχιλλεὺς ἐξεφάνη showed himself, came forth to view, Il.19.46, cf. Od.10.260, al.; Χαρύβδιος ἐξεφαάνθη he came up from out Charybdis, 12.441; ὅ τε δειλὸς ἀνὴρ ὅς τ' ἄλκιμος ἐξεφαάνθη is revealed, Il.13.278;δίκαιοι δ' αὖθις [ὄντες] ἐκφανούμεθα S.Ph.82
;σὺ μὲν.. ἐκφανεῖ κακή Id.OT 1063
;ἕκτον ἦμαρ ἐκπεφασμένος Id.Ichn.273
.II of things, bring to light,δῶρα καὶ κράτος ἐγγενές Pi.N.4.68
; disclose, reveal,τινὶ ἄρρητα ἱρά Hdt.6.135
,al. (so abs.,ὡς τὸ μαντεῖον ἐξέφηνεν.. ἐμοί S.OT 243
);ἐ. ἑωυτοῦ γνώμην Hdt.5.36
;τὴν αἰτίην Id.6.3
;τὴν ἀληθείην Id.1.117
; ; ἐ. ἐς φάος κακά ib. 368; :—[voice] Pass., with [tense] fut. [voice] Med., shine out,οἱ ὄσσε δεινὸν ὑπὸ βλεφάρων, ὡς εἰ σέλας, ἐξεφάανθεν Il.19.17
; appear plainly, , cf. Diog.Apoll.6;ἀστέρων ἐκφανέντων Th.2.28
, cf. Phld.Sign.10: metaph., ταὶ Διωνύσου πόθεν ἐξέφᾰνεν (for - ησαν) χάριτες; Pi.O.13.18; ἐκφανήσεται it shall be disclosed, E.Hipp. 42, cf. Pl.Hp.Ma. 295a; .3 ἐ. πόλεμον πρός τινα to declare.., X.An.3.1.16.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐκφαίνω
-
109 ἱκανός
A sufficing, becoming, befitting; prose Adj., used two or three times by Trag. (v. infr.):I of persons, sufficient, competent to do a thing, c. inf., Hdt.3.45, Antipho 1.15, etc.; ἱ. τεκμηριῶσαι sufficient to prove a point, Th.1.9;-ώτατος [εἰπεῖν] καὶ γνῶναι Lys.2.42
; τίς σοῦ -ώτερος πεῖσαι; X.Cyr.1.4.12; ἱ. ζημιοῦν with sufficient power to punish, Id.Lac.8.4;ἱ. βοηθεῖν Pl. Phdr. 277a
, cf. R. 365a;ἱ. ὥστε γνῶναι Id.Lg. 875a
, cf. Phdr. 258b;ἱ. κατὰ τὴν ἐπιφάνειαν Plb.25.3.6
, al.: c. acc. rei, ἀνὴρ γνώμην ἱ. a man of sufficient prudence, Hdt.3.4; ἱ. τὴν ἰατρικήν sufficiently versed in medicine, X.Cyr.1.6.15: c. dat. rei,ἱ. ἐμπειρίᾳ καὶ ἡλικίᾳ Pl.R. 467d
;οἱ τοῖς χρήμασιν -ώτατοι X.Eq.2.1
: c. dat. pers., a match for, equivalent to,εἷς ἔχων ἰατρικὴν πολλοῖς ἱ. ἰδιώταις Pl.Prt. 322c
, cf. Tht. 169a: abs.,ἱ. Ἁπόλλων S.OT 377
;οἱ -ώτατοι τῶν πολιτῶν Isoc. 12.132
;κριτὴς -ώτερος Id.10.38
;ἱ. σοφιστής Pl.Ly. 204a
; αὐληταὶ ἱ. ὡς πρὸς ἰδιώτας very tolerable in comparison with.., Id.Prt. 327c;γυνὴ ἱ. μέν, ἄγροικος δέ Luc.DDeor.20.3
; ὁ Ἱ. the Almighty, LXXRu. 1.21.2 in bad sense, capable,ἱ. εἶ λαλῶν κατακόψαι πάντα Men.Sam.69
.II of things, in amount, sufficient, adequate,τὰ ἀρκοῦνθ' ἱ. τοῖς γε σώφροσιν E.Ph. 554
;ἱ. τὰ κακὰ καὶ τὰ παρακείμενα Ar.Lys. 1047
; ἱκανὰ τοῖς πολεμίοις ηὐτύχηται they have had successes enough, Th.7.77; ἱ. εἴς, ἐπί, πρός τι, X.Hier.4.9, Pl.R. 371e, Prt. 322b; [πρόβατα] ἱ. ἐς φορβήν Hdt.4.121
; of size, large enough,οὐχ ἱκανῆς οὔσης τῆς Ἁττικῆς Th.1.2
; οὐδ' ἦν ἱκανά σοι.. μέλαθρα.. ἐγκαθυβρίζειν not large enough to riot in, E.Tr. 996;χώρα ἱ. τρέφειν τοὺς τότε Pl.R. 373d
, al.; of number or magnitude, considerable, ; μέρος τῶν ὄντων ib.2.1.6, etc.; of Time, considerable, long, (lyr.);ἱ. χρόνος τινὶ ἐπιλαθέσθαι Lys.3.10
;ἱκανόν ἐστί τινι Damox.1.1
: with personal constr., .2 sufficient, satisfactory,ἱ. μαρτυρίαν παρέχεσθαι Pl.Smp. 179b
;ἱ. λόγῳ ἀποδεῖξαι Id.Hp.Mi. 369c
; τὸ ἱ. λαμβάνειν to take security or bail, Act.Ap.17.9, OGI629.100 (Palmyra, ii A.D.); τὸ ἱ. ποιεῖν give security, Plb.32.3.13, D.L.4.50, Just.Nov.86.4 (but simply, satisfy,τῷ ὄχλῳ Ev.Marc.15.15
);ἱ. δοῦναι PSI6.554.23
(iii B.C.), POxy.294.23 (i A.D.); ἐφ' ἱκανόν,= ἱκανῶς, Plb.11.25.1, D.S.11.40.III Adv. - νῶς sufficiently, adequately, Th.6.92, etc.; λαγόνες λαπαραὶ ἱ. X.Cyn.5.30, cf. Arist.Phgn. 807b26;ἱ. εἴρηται περί τινος Id.EN 1096a3
, al.; later, considerably, amply, Philostr.VA3.6, VS1.8.3, Ant.Lib.7.7; fully,μιᾶς ὥρας ἱ. παρελθούσης Ptol.Alm.4.6
.b excessively, οὔτε γὰρ ἱ. ὑγρόν ἐστι not too moist, Gal.6.765, cf. 767,768;ἱ. βλαβερά Id.Vict.Att.8
; παχὺ ἱ. αἷμα ibid.2 ἱ. ἔχειν to be sufficient, Th.1.91, etc.; ἱ. ἐχέτω let this be enough, Pl.Sph. 245e;ἱ. ἔχει πρός τι Id.R. 430c
, cf. X.Cyr.6.3.22;περί τινος Pl.R. 402a
; ἱ. ἔχειν τινί to be sufficiently supplied with.., Id.Grg. 493c;ἱ. ἔχειν τοῦ βάθους Id.Tht. 194d
; ;ἱ. πεφυκέναι πρὸς τἆλλα Id.Chrm. 158b
: abs., Antipho 2.1.1: [comp] Sup. ; . -
110 μακαρίζω
μακαρίζω Att. fut. μακαριῶ; 1 aor. ἐμακάρισα; fut. pass. μακαρισθήσομαι 4 Macc 16:9 (μάκαρ ‘blest’, s. two next entries; Hom. et al.; Vett. Val. 88, 25; LXX; Philo, Exs. 152; Joseph.) to call or consider someone especially favored, call/consider blessed, happy, fortunate τινά someone (Hippocr., Ep. 17; IEph Ia, 11, 17f; Diod S 13, 58, 2; Chariton 5, 8, 3; Appian, Bell. Civ. 4, 114 §476; Gen 30:13; Sir 11:28; Jos., Bell. 7, 356; τὸ μακαρίζεσθαι μὲν τοὺς πτωχοὺς ὑπὸ τοῦ Ἰησοῦ Orig., C. Cels. 6, 16, 30, w. ἐυφημέω 8, 57, 27; Did., Gen 72, 1; 149, 27) or τὶ someth. (Herodian 5, 1, 5; Jos., C. Ap. 2, 135) Lk 1:48 (cp. 4Q434 II–III); IEph 5:1; GJs 12:2. τοὺς ὑπομείναντας those who showed endurance Js 5:11. ἑαυτόν oneself Hs 9, 28, 6; AcPl Ha 6, 7. τὴν τελείαν γνῶσιν 1 Cl 1:2. τὴν εἰς θεὸν αὐτοῦ γνώμην his (the bishop’s) attitude toward God IPhld 1:2. Perh. abs. (X., Mem. 1, 6, 9) Dg 10:8.—New Docs 4, 39. DELG s.v. μάκαρ. M-M. TW. -
111 ἀποδέχομαι
ἀποδέχομαι 1 aor. ἀπεδεξάμην; pass. ἀπεδέχθην (Hom.+) gener. to ‘receive’ or ‘accept’ someone or someth. from a source. Hence① receive someone favorably, welcome (Polyb. 21, 35, 5; Diod S 1, 18, 5; SIG 601, 9; POxy 939, 11; 2 Macc 3:9; 13:24) Lk 8:40; 9:11; Ac 18:27; 21:17; 28:30; IEph 1:1; ITr 1:2; AcPl Ha 7, 37.② to show approval by accepting, accept someth. (En 103:14; Philo, Abr. 90; Jos., Ant. 9, 176; Just., D. 8, 3; Tat. 11, 1; Mel., P. 66, 469 πάθη) τ. λόγον (this expr. in Pla. et al.) Ac 2:41; cp. Dg 8:2.③ to approve or commend as praiseworthy, recognize, acknowledge, praise someone or someth. (Diod S 4, 31, 8 τὴν ἀνδρείαν; Appian, Bell. Civ. 2, 82 §347; Aesop, Fab. 308 H./173 P.=183a H-H.; Himerius, Or. 65 [=Or. 19], 2; IG II, 481, 60; 4 Macc 3:20; EpArist 194; 274 al.; Philo, Gig, 37; Jos., Ant. 9, 176; 20, 264) Ac 24:3 (sc. ταῦτα; typical administrative prose, s. Welles index VII s.v. ἀποδέχομαι and p. 316); τὴν ἐν θεῷ γνώμην godly frame of mind IPol 1:1. τινά τινος someone for someth. (POxy 705, 59 ἀποδεχόμεθά σε ταύτης τ. ἐπιδόσεως; Jos., Ant. 6, 340; 7, 160) τῆς προθυμίας σε ταύτης I praise you for this eagerness Dg 1.—Ac 15:4 v.l. (for παραδέχομαι).—DELG s.v. δέχομαι. M-M. TW. -
112 αἱρέω
Aᾕρεον Il.24.579
, [dialect] Ion.αἵρεον Hdt.6.31
, but [var] contr. ᾕρει even in Il.17.463, : [tense] fut.αἱρήσω Il.9.28
, etc.: [tense] aor. 1 ᾕρησα late ([etym.] ἀν-) Q.S.4.40, etc.: [tense] pf. , Th.1.61, etc., [dialect] Ion. ἀραίρηκα or αἵρηκα ([etym.] ἀν-) Hdt.5.102: [tense] plpf.ἀραιρήκεε 3.39
:—[voice] Med., [tense] fut.αἱρήσομαι Il.10.235
, etc.: [tense] aor. 1ᾑρησάμην Plb.38.13.7
s. v.l., Gal.19.53, etc.: [tense] pf. in med. sense , X.An.5.6.12, D.2.15, etc.: [ per.] 3pl. [tense] plpf.ᾕρηντο Th.1.62
:—[voice] Pass., [tense] fut.αἱρεθήσομαι Hdt. 2.13
, Pl.Mx. 234b; rarely : [tense] aor. ᾑρέθην and [tense] pf.ᾕρημαι D.20.146
, al.; [tense] pf. part.ἀραιρημένος Hdt.4.66
: plqf.ᾕρηντο X. An.3.2.1
,ἀραίρητο Hdt.1.191
, etc.—From [root ] ἑλ-: [tense] fut. ἑλῶ only late ([etym.] δι-) Test.Epict.6.18, ([etym.] ἀν-) D.H.11.18, ([etym.] καθ-) APl.4.334 (Antiphil.): [tense] aor.1 εἷλα ([etym.] ἀν-) Act.Ap.2.23, ([etym.] ἀν-) Epigr.Gr.314.24 ([place name] Smyrna): elsewh.[tense] aor.2εἷλον Il.10.561
, etc., [dialect] Ep.ἕλον 17.321
, [dialect] Ion.ἕλεσκε 24.752
:— [voice] Med., [tense] fut.ἑλοῦμαι D.H.4.75
, ([etym.] ἀφ-) Timostr.5, ([etym.] δι-) D.H.4.60, ([etym.] ἐξ-) Alciphr.1.9: [tense] aor. 1εἱλάμην Epigr.Gr.314.5
([place name] Smyrna), ([etym.] ἀφ-) v.l. in Ath.12.546a, ([etym.] δι-) AP9.56 (Phil.): elsewh. [tense] aor. 2εἱλόμην Il.16.139
, etc., [ per.] 2sg.ἤλεο Sapph.Oxy.1787.6.3
:—Cret. formsαἰλεθῇ Leg.Gort. 2.21
, ἀν-αιλῆθαι ib.7.10, al.:—the etym. is doubtful, and ἀγρέω (q.v.) prob. has a difft. root.A [voice] Act., take with the hand, grasp, seize,αἱ. τι ἐν χερσίν Od.4.66
; αἱ. τινὰ χειρός to take one by the hand, Il.1.323; κόμης τινά ib. 197;μ' ἑλὼν ἐπὶ μάστακα χερσίν Od.23.76
: part. ἑλών adverbially,κατακτεῖναί μ' ἑλών S.Ant. 497
;ἄξω ἑλών Il.1.139
, cf. Pi.O.7.1; but ἔνθεν ἑλών having taken up [the song], Od.8.500.II take, get into one's power, νῆας ib.13.42; esp. take a city, 2.37, S.Ph. 347, etc.; overpower, kill, Il.4.457, etc.;ἕλοιμί κεν ἤ κε ἁλοίην 22.253
:—freq. of passions, etc., come upon, seize,χόλος Il.18.322
;ἵμερος 3.446
;ὕπνος 10.193
;λήθη 2.34
, etc.: c. dupl.acc.,τὸν δ' ἄτη φρένας εἷλε 16.805
; of disease, Pl.Tht. 142b.2 catch, take,ζωὸν ἑλεῖν Il.21.102
; take in hunting, Hes.Sc. 302, Hdt. 1.36, etc.; overtake, in a race, Il.23.345; get into one's power, entrap, S.OC 764, etc.; in good sense, win over, X.Mem.2.3.16, cf. 3.11.11, Pl.Ly. 205e, etc.b c. part., catch, detect one doing a thing, S. Ant. 385, 655; ;φῶρα ἐπὶ κλοπῇ ἑλεῖν Pl.Lg. 874b
.3 generally, win, gain,κῦδος Il.17.321
;στεφάνους Pi.P.3.74
, etc.; esp. in games,Ἴσθμι' ἑλὼν πύξ Simon.158
; with double sense, overcome and win,ἑλέτην δίφρον τε καὶ ἀνέρε Il.11.328
;ἕλεν Οἰνομάου βίαν παρθένον τε σύνευνον Pi.O.1.88
, cf. S.Tr. 353:— [voice] Pass., ἁγὼν ᾑρέθη the fight was won, S.OC 1148.4 as law-term, convict,τινά τινος Ar.Nu. 591
, Is.9.36, Aeschin.3.156; Heracl. 941, cf. Supp. 608: c. part., αἱ. τινὰ κλέπτοντα to convict of theft, Ar.Eq. 829, Pl.Lg. 941d; ᾑρῆσθαι κλοπεύς (sc. ὤν) S.Ant. 493, cf. 406.b αἱ. δίκην, γραφήν get a verdict for conviction, Antipho 2.1.5, etc.; also ἑλεῖν τινα obtain a conviction against one, Is.7.13; ἑλεῖν τὰ διαμαρτυρηθ έντα convict the evidence of falsehood, Isoc.18.15.c abs., get a conviction, οἱ ἑλόντες, opp. οἱ ἑαλωκότες, D.21.11; δολίοις ἕλε Κύπρις λόγοις Aphrodite won her cause.., E.Andr. 289, cf. Pl.Lg. 762b, etc.5 ὁ λόγος αἱρέει reason or the reason of the thing proves, Hdt.2.33: c. acc. pers., reason persuades one, i.e. it seems good to one, Id.1.132, 7.41; ὡς ἐμὴ γνώμη αἱ. Hdt.2.43;ὅπῃ ὁ λόγος αἱ. βέλτιστ' ἂν ἔχειν Pl.R. 604c
, cf. Lg. 663d: c. inf., R. 440b;ὁ αἱρῶν λόγος Chrysipp.Stoic.3.92
; αἱρεῖ alone, proves, Plu.2.651b.b τὸ αἱροῦν the sum due, PRyl.167.25 (i A. D.);τὰ αἱροῦντα [τάλαντα] PGrenf.2.23.14
(ii B. C.), PRyl.88.19 (ii A. D.).B [voice] Med., with [tense] pf. ᾕρημαι (v. supr.), take for oneself, ἔγχος ἑλέσθαι take one's spear, Il.16.140, etc.;ἐκ γαίας λίθον A.Fr. 199
; δόρπον, δεῖπνον take one's supper, Il.7.370, 2.399; πιέειν δ' οὐκ εἶχεν ἑλέσθαι Od.11.584; Τρωσὶν.. ὅρκον ἑλ. obtain it from.., Il.22.119; and so in most senses of the [voice] Act., with the reflexive force added.II take to oneself, choose,ἕταρον Il.10.235
, cf. 9.139, Od.16.149, etc.; prefer,τι πρό τινος Hdt.1.87
;τι ἀντί τινος X.An.1.7.3
, D.2.15; , cf. Theoc.11.49.b c. inf., prefer to do, Hdt. 1.11, etc.;ἑλέσθαι μᾶλλον τεθνάναι X.Mem.1.2.16
, cf. Pl.Ap. 38e; : without μᾶλλον, Pi.N.10.59, Lys.2.62.c αἱ. εἰ .. to be content if., AP 12.68 (Mel.).2 αἱ. τά τινων take another's part, join their party, Th.3.63, etc.; αἱ. γνώμην to adopt an opinion, Hdt.4.137.3 choose by vote, elect to an office, αἱ. τινὰ δικαστήν, στρατηγόν, etc., Id.1.96, Eup.117, etc.; τινὰς ἀριστίνδην Lex ap.D.43.57;αἱ. τινὰ ἐπ' ἀρχήν Pl.Men. 90b
;αἱ. τινὰ ἄρχειν Id.Ap. 28e
, cf. Il.2.127.C [voice] Pass., to be taken, Hdt.1.185, 191, 9.102; more commonly ἁλίσκομαι.2 v. supr. A. 11.3.II [voice] Pass. to med. sense, to be chosen, in [tense] pf. , etc.; [dialect] Ion.ἀραίρημαι Hdt.7.118
, 172, 173, al.;στρατηγεῖν ᾑρημένος X.Mem.3.2.1
; ἐπ' ἀρχῆς ᾑρῆσθαι ib.3.3.2;ἐπὶ τὴν τῶν παίδων ἀρχήν Pl.Lg. 809a
; τοῦ ἔτους.. ᾑρημένοι elected for the year.., IGRom.3.1422 (Bithyn.):—[tense] aor. ᾑρέθην is always so used, A.Th. 505, Ar.Av. 799, Th.7.31, etc.; [tense] pres. rarely, αἱροῦνται πρεσβευταί are chosen, Arist.Pol. 1299a19, cf. And.4.16. -
113 κακός
A bad:I of persons,1 of appearance, ugly,εἶδος μὲν ἔην κακός Il.10.316
, cf. Paus.8.49.3.2 of birth, ill-born, mean,γένος ἐστὲ διοτρεφέων βασιλήων.., ἐπεὶ οὔ κε κακοὶ τοιούσδε τέκοιεν Od.4.64
;Ζεὺς δ' αὐτὸς νέμει ὄλβον.. ἐσθλοῖς ἠδὲ κακοῖσι 6.189
;οὐ κακὸν οὐδὲ μὲν ἐσθλόν 22.415
;οὐδ' ἐὰν.. φανῶ τρίδουλος, ἐκφανῇ κακή S.OT 1063
; κακός τ' ὢν κἀκ κακῶν ib. 1397.3 of courage, craven, base, Il.2.365, 6.489; κακοῦ τρέπεται Χρὼς ἄλλυδις ἄλλῃ (called δειλὸς ἀνήρ in the line above) 13.279;Ἕκτωρ σε κ. καὶ ἀνάλκιδα φήσει 8.153
, cf. Od.3.375;κ. καὶ ἀνήνορα 10.301
;οἵτινες.. ἐγένοντο ἄνδρες κ. ἢ ἀγαθοὶ ἐν τῇ ναυμαχίῃ Hdt.6.14
;κ. καὶ ἄθυμος Id.7.11
; οὐδαμῶν κακίονες ib. 104;κακοὺς πρὸς αἰχμήν S.Ph. 1306
; ;οὐδενὶ ἐπιτρέψοντας κακῷ εἶναι X.An.3.2.31
.4 bad of his kind, i. e. worthless, sorry, unskilled,ἡνίοχοι Il. 17.487
; [ τοξότης] ἢ κ. ἢ ἀγαθός ib. 632;νομῆες Od.17.246
; κ. ἀλήτης a bad beggar, ib. 578; ; κυβερνήτης, ναύτης, E.Supp. 880, Andr. 457; : c. acc. modi, πάντα γὰρ οὐ κακός εἰμι I am not bad in all things, Od.8.214;κ. γνώμην S.Ph. 910
: also c. dat.,κακοὶ γνώμαισι Id.Aj. 964
: c. inf.,κ. μανθάνειν Id.OT 545
; [ νῆσος]φυτεύεσθαι κακή Trag.Adesp.393
; cf. 11.5 in moral sense, base, evil, Od.11.384, Hes.Op. 240; opp. Χρηστός, S.Ant. 520;ὦ κακῶν κάκιστε Id.OT 334
, Ph. 984;πλεῖστον κάκιστος Id.OC 744
;κ. πρός τινας Th.1.86
;εἰς φίλους E.Or. 424
codd.;περὶ τὰ Χρήματα Pl.Clit. 407c
.II of things, evil, pernicious, freq. in Hom., etc., as δαίμων, θάνατος, μοῖρα, αἶσα, κῆρες, νοῦσος, ἕλκος, φάρμακα, ὀδύναι, Od.10.64, Il.3.173, 13.602, 1.418, Od.2.316, Il.1.10, 2.723, 22.94, 5.766; Χόλος, ἔρις, Il.16.206, Od.3.161; πόλεμος, ἔπος, ἔργα, Il.4.82, 24.767, Od.2.67, al.; ἦμαρ, ἄνεμος, Il.9.251, Od.5.109; of omens and the like , unlucky, ὄρνις, ὄναρ, σῆμα, Il.24.219, 10.496, 22.30: also in Trag., κ. τύχη, δαίμων, μόρος, S.Tr. 328, A.Pers. 354, 369, etc.; of words, abusive, foul,κ. λόγοι S.Ant. 259
, cf. Tr. 461; κ. ποιμήν, i.e. the storm, A.Ag. 657: Astrol., unlucky,τόποι Heph.Astr.1.12
; κ. τύχη, name for the sixth region, Paul.Al.M.1.B κακόν, τό, and κακά, τά, as Subst., evil, ill,δίδου δ' ἀγαθόν τε κακόν τε Od.8.63
;ἀθάνατον κακόν 12.118
;ἐκ μεγάλων κακῶν πεφευγέναι Hdt.1.65
; so κ. ἄμαχον, ἄπρηκτα, Pi.P.2.76, I.8(7).8; ἔκπαγλον, ἄφερτον, ἀμήχανον, etc., A.Ag. 862, 1102, E.Med. 447, etc.; κακὸν ἥκει τινί there's trouble in store for some one, Ar.Ra. 552; δυοῖν ἀποκρίνας κακοῖν the least of two evils, S.OT 640, cf. OC 496; κακῶν Ἰλιάς, v. Ἰλιάς; κακόν τι ῥέξαι τινά to do harm or ill to any one, Il.2.195, etc.;πολλὰ κάκ' ἀνθρώποισιν ἐώργει Od.14.289
; κακὰ φέρειν, τεύχειν τινί, Il.2.304, Hes.Op. 265; κακόν τι (or κακὰ) ποιεῖν τινα (v. δράω, ποιέω, ἐργάζομαι) ; κακὸν πάσχειν ὑπό τινος to suffer evil from one, Th.8.48, etc.: in Trag. freq. repeated, κακὰ κακῶν, = τὰ κάκιστα, S.OC 1238 (lyr.); (lyr.);δεινὰ πρὸς κακοῖς κακά Id.OC 595
, cf. Ant. 1281;δόσιν κακὰν κακῶν κακοῖς A.Pers. 1041
(lyr.).2 κακά, τά, evil words, reproaches,πολλά τε καὶ κακὰ λέγειν Hdt.8.61
, cf.A.Th. 571, S.Aj. 1244,Ph. 382, etc.3 Philos., κακόν, τό, Evil, Stoic.3.18, al., Plot.1.8.1, al.4 of a person, pest, nuisance,τουτὶ παρέξει τὸ κ. ἡμῖν πράγματα Ar.Av. 931
; also, comically, ὅσον συνείλεκται κακὸν ὀρνέων what a devil of a lot of birds, ib. 294.C degrees of Comparison:1 regul. [comp] Comp. in [dialect] Ep.,κακώτερος Od.6.275
, 15.343, Theoc.27.22, A.R.3.421, etc.: also in late Prose, Alciphr.3.62: irreg. κακίων, ον [with [pron. full] ῐ], Od.2.277, Thgn.262, etc., with [pron. full] ῑ in Trag., exc. E.Fr. 546 (anap.);κακῑότερος AP12.7
([place name] Strato).2 [comp] Sup.κάκιστος Hom.
, etc.--Cf. also Χείρων, Χείριστος, and ἥσσων, ἥκιστος.D Adv. κακῶς ill,ἢ εὖ ἦε κακῶς Il.2.253
, etc.; κακῶς ποιεῖν τινα to treat one ill; κακῶς ποιεῖν τι to hurt, damage a thing; κακῶς ποιεῖν τινά τι to do one any evil or harm; κ. πράσσειν to fare ill, A.Pr. 266, etc.;κάκιον ἢ πρότερον πράττειν And.4.11
;κ. ἔχειν Ar.Ra.58
, etc.; of illness, Ev.Matt.4.24; rarelyκακῶς πάσχειν A.Pr. 759
, 1041 (anap.); Χρῆν Κανδαύλῃ γενέσθαι κ. Hdt.1.8;κ. ὄλοισθε S.Ph. 1035
, etc.; with play on two senses,ὡς κ. ἔχει ἅπας ἰατρός, ἂν κ. μηδεὶς ἔχῃ Philem.Jun.2
; κ. ἐρεῖν τινά, λέγειν τὴν πόλιν, Mimn.7.4, Ar.Ach. 503; κ. εἰδότες, = ἀγνοοῦντες, X.Cyr.2.3.13, Isoc.8.32, cf. Hyp.Eux.33; κακῶς ἐκπέφευγα I have barely escaped, D.21.126: [comp] Comp.κάκιον Hdt.1.109
, S.OT 428, And.l.c., Pl.Mx. 236a, etc.: [comp] Sup. , Pax2, Pl.R. 420b, etc.2 Adv. and Adj. freq. coupled in Trag., [dialect] Att., etc.,κακὸν κακῶς νιν.. ἐκτρῖψαι βίον S.OT 248
;κακὸς κακῶς ταφήσῃ E.Tr. 446
(troch.);ἀπό σ' ὀλῶ κακὸν κακῶς Ar.Pl.65
, cf. Eq. 189, 190, D.32.6, Procop.Pers.1.24;κακοὺς κακῶς ἀπολέσει αὐτούς Ev.Matt.21.41
;κακοὺς κάκιστα S.Aj. 839
; in reversed order, ; with intervening words,κακῶς.. ἀπόλλυσθαι κακούς S.Ph. 1369
, cf. E.Cyc. 268, Ar.Eq.2. (Perh. cogn. with Avest. kasu-, [comp] Comp. kasyah-, [comp] Sup. kasišta- 'small', Lith. nukašëti 'grow feeble, thin', Germ. hager.) -
114 καταρρέπω
A sink down or to one side, hang down, Hp.Art.43; opp. ἰσορροπέω, Plb.6.10.7: metaph., incline, fall back upon,ἐπὶ τὸν μοναχὸν τρόπον Epicur.Ep.2p.41U.
;ἐπὶ τὴν αὐτὴν γνώμην OGI315.51
(Pessinus, ii B. C.).II trans., cause to incline, make to fall,τύχη γὰρ ὀρθοῖ καὶ τύχη καταρρέπει τὸν εὐτυχοῦντα τόν τε δυστυχοῦντ' ἀεί S.Ant. 1158
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καταρρέπω
-
115 κοινός
A common (opp. ἴδιος), not in Hom. (v. ξυνός) ; ἐκ κοινοῦ shared in common, Hes.Op. 723;ἔσται γὰρ βίος ἐκ κ. Ar.Ec. 610
; of a common altar, Simon.140;τὸ τέμενος εἶναι κ. SIG1044.29
(Halic., iv/iii B.C.);κ. ἔρχεται κῦμ' Ἀΐδα Pi.N.7.30
; τρεῖς.. κ. ὄμμ' ἐκτημέναι, of the Gorgons, A.Pr. 795; κ. ὠφέλημα θνητοῖσιν φανείς, of Prometheus, ib. 613;τὰς γυναῖκας εἶναι κοινάς Pl. R. 457d
: prov.,κοινὸν τύχη A.Fr. 389
, cf. Men.Mon. 356;κοινὰ τὰ τῶν φίλων E.Or. 735
(troch.), Pl.Phdr. 279c, Men.9, etc.; κ. Ἑρμῆς 'share the luck', Id.Epit.67, 100; κ. ἀρωγά common aid (i.e. for all), S.Ph. 1145 (lyr.); ἐν δὲ κοινὸς ἀρσένων ἴτω κλαγγά and let the shouts of males rise jointly, Id.Tr. 207 (lyr.);κ. πόλεμον πολεμεῖν X.Hier.2.8
;τὸν ἀέρα τὸν κ. Men.531.8
;κ. τὸν ᾅδην ἔσχον οἱ πάντες βροτοί Id.538.8
;κ. ἀγαθὸν τοῦτ' ἐστί, χρηστὸς εὐτυχῶν Id.791
: c. dat., κ. τινί common to or with another,ὑμῖν φῶς.. καὶ τοῖσδ' ἅπασι κ. A.Ag. 523
;ὁ δαίμων κ. ἦν ἀμφοῖν ἅμα Id.Th. 812
;θάλατταν κ. ἐᾶν τοῖς ἡττημένοις And.3.19
;οἰκία.. κοινοτάτη ἀεὶ τῷ δεομένῳ Id.1.147
; [πολιτεία] τίς κοινοτάτη; Arist.Pol. 1289b14, cf. 1265b29;κοινόν τι χαρᾷ καὶ λύπῃ δάκρυα X.HG7.1.32
;τὸν ἥλιον τὸν κ. ἡμῖν Men.611
: c. gen.,πάντων αἰθὴρ κ. φάος εἱλίσσων A.Pr. 1092
(anap.), cf. Pers. 132 (lyr.), Eu. 109, Pi.N.1.32; κ. τῶν Λακεδαιμονίων τε καὶ Ἀθηναίων shared in by both.., Pl.Mx. 241c, etc.: with Preps., τὸ ἐπὶ πᾶσι κ., v. infr. v;κ. κατ' ἀμφοτέρων A.D.Synt.144.19
;οὐ γίγνεταί μοί τι κ. πρός τινα AP11.141
(Lucill.), cf. Iamb.Myst.5.7; μέρος κ. πρός τινα shared with.., CPR22.11 (ii A.D.), etc.;κ. μεταξύ τινων Stud.Pal.1.7
ii 11 (v A.D.).II in social and political relations, public, general, τὸ κ. ἀγαθόν the common weal, Th.5.90;κ. λόγῳ Id.5.37
, Hdt.1.141; κ. στόλῳ ib. 170;ἀδικήματα D.21.45
;ὁ τῆς πόλεως κ. δήμιος Pl.Lg. 872b
; κοινότατον of public or general interest, ib. 724b, cf. Arist.Rh. 1354b29; of constitutions, popular, free,κοινοτέραν εἶναι τὴν ἐκείνου μοναρχίαν τῆς αὑτῶν δημοκρατίας Isoc.10.36
.2 τὸ κ. the state,τὸ κ. Σπαρτιητέων Hdt.1.67
: abs., of one's own state, Ar.Ec. 208, etc.;τὸ κ. ὠφελεῖται Antipho 3.2.3
, cf. X.Cyr.2.2.20;τὰς ὠφελείας ἅπασιν εἰς τὸ κ. ἀπεδίδου Isoc.10.36
.b esp. of leagues or federations,τὸ κ. τῶν Ἰώνων Hdt.5.109
;τῶν συμμάχων Isoc.14.21
;τῶν Βοιωτῶν SIG457.10
(Thespiae, iii B.C.), Plb.20.6.1 (pl.), etc.; ἄνευ τοῦ πάντων κοινοῦ (sc. τῶν Θεσσαλῶν) Th.4.78; also, of private associations, Test.Epict.1.22, SIG 1113 ([place name] Loryma), al.; of guilds or corporations,τὸ κ. τῶν τεκτόνων POxy.53.2
(iv A.D.); of boards of magistrates, τὸ κ. τῶν ἀρχόντων ib.54.12 (iii A.D.).c the government, public authorities, Th.1.90, 2.12, etc.;τὰ κ. Hdt.3.156
;ἀπαγγεῖλαι ἐπὶ τὰ κ. Th.5.37
; ἀπὸ τοῦ κ. by public authority, Hdt.5.85, 8.135; σὺν τῷ κ. by common consent, Id.9.87.d the public treasury,χρημάτων μεγάλων ἐν τῷ κ. γενομένων Id.7.144
;ἐν τῷ κ. καὶ ἐν τοῖς ίεροῖς Th.6.6
, cf. 17;χρήματα δοῦναι ἐκ τοῦ κ. Hdt.9.87
; ἔχειν ἐν κοινῷ (without the Art.), Th.1.80, cf. Sch.adloc.3 τὰ κ. public affairs: πρὸς τὰ κ. προσελθεῖν, προσιέναι, to enter public life, D. 18.257, Aeschin.1.165; but also, the public money, Ar.Pl. 569, D.8.23 (in full,τὰ κ. χρήματα X.HG6.5.34
, Arist.Pol. 1271b11); τὰ κ. τῆς πόλεως, opp. τὰ ἁγνά, BMus.Inscr.4.481*.383; ἀπὸ κοινοῦ at the public expense, X.An.4.7.27, 5.1.12; , cf. Antiph. 230; ἐκ κ. from common funds, at joint expense, PGrenf.1.21.19 (ii B.C.).III common, ordinary,τὰ κ. εἰδέναι Pl.Ax. 366b
;διὰ τῶν κ. ποιεῖσθαι τὰς πίστεις Arist.Rh. 1355a27
; κοινοτάτη τῶν αἰσθήσεων [ἡ ἁφή] Id.EN 1118b1; τὰ κ. commonplaces, Men.Sam.27, Epit. 309; soκ. τόπος Hermog.Prog.6
, Aphth.Prog.7; ἡ κ. ἔννοια or ἐπίνοια, Plb. 2.62.2, 6.5.2; κ. νοῦς, φρένες, common sense, Phld.Rh.1.37 S., 202 S.; κ. καὶ διήκουσαι κακίαι general and all-pervading vices, Id.Sign.28;κ. καὶ δημώδη ὀνόματα Longin.40.2
;κ. καὶ ἐν μέσῳ κείμενα ὀνόματα D.H.Lys.3
; ἡ κ. διάλεκτος every-day language (free from archaisms and far-fetched expressions), Id.Isoc.2;πεφευγὼς τὸ κ. Phld.Acad. Ind.p.53
M.2 Gramm., ordinary, 'regular' Greek, opp. special dialects, διάλεκτοί εἰσι πέντε, Ἀτθὶς Δωρὶς Αἰολὶς Ἰὰς καὶ κ. Sch.D.T. p.14 H., cf. D.S.1.16, Theodos.Can.p.37 H., etc.; ἡ κ. alone, A.D. Conj.223.24; τὸ κ. ἔθος, ἡ κ. ἐκφορά, Id.Adv.155.10, Pron.4.27; οἱ κ. the writers who use this language, Sch.D.T.p.469 H., EM405.23.c ἡ κ. διάλεκτος demotic Egyptian, Manethoap. J.Ap.1.14.4 in magical formulae, of words added at will by the user, ' and so forth', freq.in Pap., PMag.Osl.1.255, PMag.Par.1.273, al.; κοινὰ ὅσα θέλεις ib.2.53;ὁ κ. λόγος PMag.Lond.46.435
; cf. κοινολογία.IV of Persons, connected by common origin or kindred, esp.of brothers and sisters,κ. σπέρμα Pi.O.7.92
, cf.S.OT 261, OC 535 (lyr.);κ. αἷμα Id.Ant. 202
, cf. 1; κ. πατήρ, μήτηρ, PAmh.2.152.9(v/vi A.D.), PFlor.47.11 (iii A.D.); alsoκ. Χάριτες Pi.O.2.50
.2 one who shares in a thing, partner,ἐν θύμασιν κ. ποεῖσθαί τινα S.OT 240
;κ. ἐν κοινοῖσι λυπεῖσθαι Id.Aj. 267
, cf. Ar.V. 917; also κ. τῷ θεῷ belonging in part to the god (who claims tithe of his substance), Berl.Sitzb.1927.161 ([place name] Cyrene).3 lending a ready ear to all, impartial,μὴ οὐ κ. ἀποβῆτε Th.3.53
; neutral, ib.68; ;μέτριος καὶ κ. Arist.Ath.6.3
; κοινοί, οἱ, arbitrators, GDI1832.10 (Delph.);κ. μεσίτης PStrassb.41.14
(iii A.D.); of a capital city, δεῖ.. κοινὴν εἶναι τῶν τόπων ἁπάντων easily accessible on all sides, Arist.Pol. 1327a6.b courteous, affable, X. Cyn.13.9;κ. ἅπασι γενέσθαι Isoc.5.80
;τῇ πρὸς πάντας φιλανθρωπίᾳ κ. Democh.2
J.;ἔχειν τὰς κ. φρένας Phld.Rh.1.202
S.c in bad sense, κοινή, ἡ, prostitute, Vett.Val.119.30, Porph.Hist.Phil.12 (pl.).d of events, κοινότεραι τύχαι more impartial, i.e. more equal, chances, Th.5.102; ἔστιν ἐν τῷ κ. πᾶσι c. inf., And.2.6.V in Logic, general, universal, τὸ κ. λαμβάνειν περί τινων, τὸ ἐπὶ πᾶσι κ., Pl.Tht. 185b, 185c;τὰ κ. λεγόμενα ἀξιώματα Arist.APo. 76b14
; αἱ κ. ἀρχαί ib. 88a36; κ. ἔννοιαι axioms, heading in Euc.; general,κ. ὅρος Arist.Metaph. 987b6
; κοινὰ καὶ στοιχειώδη general principles, Phld.Rh.1.69S.; κ. σημεῖον, opp. ἴδιον, Id.Sign.14; κ. κρίσις objectively valid judgement, Id.Po.5.22;ὄνομα κ. Str.10.2.10
; abstract,ὁ κ. ἄνθρωπος καὶ λογισμῷ ληπτός Dam.Pr. 341
.VI Gramm.,1 κ. συλλαβή common syllable, capable of being long or short, D.T.633.17, Heph. 1.4.b κ. ποιήματα, poems which are both κατὰ στίχον and συστηματικά, e.g. the Sapphic stanza, Id.pp.58,59 C.; also, poems of ambiguous metrical form, Id.p.60 C.2 v.supr.111.2.3 of gender,κ. γένος D.T.634.19
; of nouns, A.D.Pron.30.7, al., EM143.33, 305.19, etc.4 ἀπὸ κοινοῦ λαμβάνειν, of two clauses taking a word in common, A.D.Synt.122.14, al.; κοινὸν or ἐκ κοινοῦ παραλαμβάνεσθαι, ib.20, 28, al.VII of forbidden meats, common, profane,φαγεῖν κ. καὶ ἀκάθαρτον Act.Ap.10.14
, cf. Ep.Rom.14.14;κ. χερσὶ ἐσθίειν Ev.Marc.7.2
.B Adv. κοινῶς in common, jointly, E. Ion 1462;τὰ κοινὰ κ. δεῖ φέρειν συμπτώματα Men.817
: [comp] Comp., ἐν Κρήτῃ -οτέρως [ἔχει τὰ τῶν συσσιτίων] Arist.Pol. 1272a16.3 sociably, like other citizens,οὐδὲ κ. οὐδὲ πολιτικῶς ἐβίωσαν Isoc.4.151
;ἴσως καὶ κ. πρός τινα προσφέρεσθαι Arist.Rh.Al. 1430a1
;κ. καὶ φιλικῶς Plu.Ant.33
; μετρίως καὶ κ. ὰσπάζεσθαι Id.Arat.43.4 in general, Diph.Siph. ap. Ath. 3.81a; ἡ κ. σύνεσις, τὸ κ. ἄνθρωπον", Phld.Vit.p.34J., Mort.38; opp. ἰδίως, Demetr.Lac.Herc.1014.41, Plu.Marc.8, cf. Longin.15.1;κοινότερον εἰπεῖν Phld.Rh.1.256
S.; - οτέρως Orib.Fr.93.6 in plain language, opp. σοφιστικῶς, Plu.2.659f; in the ordinary or wide sense, opp. κυρίως, Them.in APo.5.5: [comp] Comp., M.Ant. 2.10.II fem. dat. [full] κοινῇ; [dialect] Dor. [full] κοινᾷ SIG56.11 (Argos, v B.C.); [dialect] Boeot. [full] κυνῆ ib.635.31 (Acraeph., ii B.C.):—in common, by common consent, Hdt.1.148, 3.79, S.OT 606, OC 1339, E.Hipp. 731, Th.1.3, etc.;κ. πᾶσι καὶ χωρίς Arist.Pol. 1278b23
, cf. Ath.40.3; κ. μετά τινος, κ. σύν τινι, Pl.Smp. 209c, SIG346.27 (iv B.C.), X.Mem.1.6.14, etc.;ἰδίᾳ τε καὶ κ. Alex.291
: also neut.pl..3 as Prep. c. dat., together with, E. Ion 1228, Hel. 829, Fr. 823.III with Preps., εἰς κοινόν in common, in public,ὑμῖν τῇδέ τ' ἐς κ. φράσω A.Pr. 844
;πᾶσιν ἐς κ. λέγω Id.Eu. 408
, cf.Ar.Av. 457 (lyr.), Pl.Lg. 796e;εἰς κ. γνώμην ἀποφαίνεσθαι D.19.156
; εἰς τὸ κ. λέγειν, ἀγορεύειν, Pl.Tht. 165a, X. An.5.6.27; εἰς τὸ κ. for public use, Pl.Lg. 681c.2 ἀπὸ κοινοῦ, ἐκ κοινοῦ, v.A.1.1, 11.3, VI.4.3 ἀφεῖσαν ἐν κοινῷ ζητεῖν, Lat. rem in medio reliquerunt, Arist.Metaph. 987b14; but οἱ ἐν κ. γιγνόμενοι λόγοι, = οἱ ἐξωτερικοὶ λόγοι, Id.de An. 407b29.4 κατὰ κοινόν, opp. κατ' ἰδίαν, jointly, in common, Lexap.D.21.94, Plb.4.3.5; prob. forκατὰ κοινοῦ Id.11.30.3
. -
116 περιπέτομαι
A fly around, Ar.Av. 165 : c. acc., ib. 1721 ;περιεπέτετο τὰ οἰκία Ant.Lib.16.3
;π. τὰ πελάγη Luc.Halc.1
; τὴν ἑκάστου γνώμην π. Id.Hist.Conscr.1 : the form [full] περιπέταμαι occurs in codd. of Arist. HA 609a14 ; cf. περιίπταμαι.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > περιπέτομαι
-
117 προσάπτω
A fasten to or upon,τύμβῳ π. μηδέν S.El. 432
;στέρνοις στέρνα E.El. 1321
(anap.); κόσμον Πενθεῖ, χλιδὴν τέκνῳ, Id.Ba. 859, Ion 27; τὸ ἀντίγραφον.. προσήφαμεν ([tense] pf.) we have attached the copy, UPZ22.11 (ii B.C.).2 attach to, bestow upon, grant,κῦδος Ἀχιλλῆϊ προτιάπτω Il.24.110
;π. κλέος τινί Pi.N.8.37
;τῷ τεθνηκότι τιμάς S. El. 356
;γῇ τῇδε.. ἑορτὴν καὶ τέλη E.Med. 1382
; γέρας, ἐγκώμιά τισι, Pl.Sph. 231a, Lg. 822b;εὐδαιμονίαν τοῖς φύλαξι Id.R. 420d
; τὸ ὄνομα (sc. πῦρ).. προσάψαι.. Ἑλληνικῇ φωνῇ Id.Cra. 410a
;ὠφέλειάν τινι D. 61.53
; in bad sense, fix upon, attach,μή τι.. χρέος ἐμᾷ πόλει προσάψῃς S.OC 236
(lyr.);π. τῇ τύχῃ αἰτίαν Men.1083.4
, cf. Porph.Abst.1.7:— [voice] Pass., to be bound up with,σχήματι τοῦ λόγου A.D.Synt.232.10
.3 c. acc. only, apply,μεῖζον π. τῆς νόσου τὸ φάρμακον S.Fr. 589
, cf. Dsc. Eup.1.74 ([voice] Pass.), Archig. ap. Gal.12.873 ([voice] Med.);π. χεῖρα E.Supp. 361
;γνώμην πρός τι Id.Fr.362.10
;ἀλγηδόνα τινά Pl.Plt. 293b
; simply, add,τό γε εἶναι Id.Sph. 252a
.5 ascribe, attribute to, ἐκείνῳ (sc. τῷ Θαλῇ)τὸ κατανόημα προσάπτουσι Arist.Pol. 1259a8
;π. τῷ Ἀπόλλωνι τὴν δάφνην D.S.1.17
;Ποσειδῶνι τὸ τοὺς ἵππους δαμάσαι Id.5.69
;τὰ κατορθώματα τῇ τύχῃ Plb.31.30.3
, cf. 4.24.3.II intr., fasten oneself to, καί μοι.. ἀγχοῦ προσῆψεν.. ἐν δισκήματι came very near me in the quoit-throw, S.Fr. 380 (dub.); to be added, (lyr.).III [voice] Med., fasten oneself upon, Arist.Fr. 324; lay hold of, touch, τῷ στόματι π. [τινός] X.Mem.1.3.12;π. τῆς ἀληθείας Pl.Ti. 71e
; τῶν οὔλων (v.l. τοῖς οὔλοις) Dsc.1.105.2 have to do with, meddle with,ὅτου ἂν π. ἀνδρός Aeschin.3.114
; τῶν πραγμάτων ib.133; τοῦ λόγου, τοῦ πολέμου, D.C.60.26, 44.44; πλέω π. τῶν δυνατῶν attempt more than is possible, Democr.3.3 of wrestlers, come to grips, Gal.15.197.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > προσάπτω
-
118 προσνέμω
A allot, assign, dedicate to,γυμνικοὺς [ἀγῶνας].. τοῖς θεοῖς Pl.Lg. 828c
;αὑτούς τινι D.25.43
;ταῖς τοῦ δήμου προαιρέσεσιν ἑαυτόν Id.Ep.3.2
;ὅπου τὸ δίκαιον εἴη τεταγμένον, ἐνταῦθα π. ἑαυτούς Id.60.11
;τῷ δικαίῳ ἑαυτούς Plb.6.10.9
;μηδεμιᾷ φιλοτιμίᾳ παρὰ τὸ δίκαιον π. τὴν αὑτοῦ γνώμην SIG577.39
(Milet., iii/ii B.C.);ἀπώλειάν τινι Alciphr.1.14
; add,ὀκτακοσίους αὐτοῖς D.14.16
;τὰς νήσους ταῖς γείτοσι μοίραις Arist.Mu. 394a4
;πόλιν τοῖς Ἀχαιοῖς Plb.2.43.5
:—[voice] Pass., to be assigned, attributed, οἱ δ' ἄλλοι προσνενέμησθε ὡς τούτους, ὡς ἐκείνους, D.2.29, 13.20;π. ὁ φίλος τοῖς πράγμασι, οὐ τὰ πράγματα τοῖς φίλοις Arist.EE 1237b33
; ὁ ὄχλος ὁ ἐκ τῶν ἀγρῶν προσνεμηθεὶς τῷ κατὰ πόλιν being added, D.H.10.48:—[voice] Med., grant on one's own part, πρόσνειμαί μοι χάριν grant me a further favour, S.Tr. 1216; προσνείμασθαί τινα τοῖσιν θεοῖσιν devote him to the gods, Ar.Av. 563 (anap.).II π. ποίμνας drive his flocks to pasture, E.Cyc.36.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > προσνέμω
-
119 στεγανός
A covering so as to keep out water, water-tight,τρίχα X.Cyn.5.10
; ; of other things,κλῶνες.. κεράμων -ώτεροι AP9.71
(Antiphil.); πυκνὸν καὶ ς. Plu.2.692a;προβλημάτων -ώτατον πρὸς ὀϊστούς Id.Ant.45
.II closely covered, sheathed, λευκῆς χιόνος πτέρυγι στεγανός, of Polynices, represented as an eagle, covered by his white Argive shield (cf. λεύκασπις), S.Ant. 114 (anap.); of a building, ἄνωθεν ς. roofed over, Th.3.21, cf. Trag.Adesp.115, Call.Cer. 55, D.H.1.26;οὓς [ναοὺς].. δοκὸς στεγανοὺς παρέχει E.Fr.472.6
(anap.).4 metaph., τὸ ἀκόλαστον αὐτοῦ καὶ οὐ ς. its intemperance and leakiness, Pl.Grg. 493b; and of persons, close, reserved, prov.,Ἀρεοπαγίτου -ώτερος Alciphr.1.13
, cf. Them.Or.21.263a, Or.26.323d, etc.III Adv. - νῶς confinedly, through a covered passage or tube, ἡ πνοὴ ἰοῦσα ς. Th.4.100; πωμάσαι ς. cover tightly, Dsc.2.76.14: [comp] Comp.,- ώτερον πρὸς τὰς τῶν ὑετῶν φορὰς ἀντέχειν Ph.2.513
;ναῦς -ώτατα ἔχει Aristid.Or.34(50).31
.2 metaph.,- ώτερον φρονεῖν AP5.215
(Agath.);- ώτατα κατεῖχεν ἔνδον τὴν αὑτοῦ γνώμην Memn. 6
.—Cf. στεγνός.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > στεγανός
-
120 συνεπισπάω
II mostly in [voice] Med., draw on along with one, esp. to ruin,τοὺς φίλους Pl.R. 451a
, cf. D.19.224, IPE12.352.23 (Chersonesus, ii B.C.); of things, involve, bring on,κακά Phld.Ir.p.23W.
, cf. p.77W.; also without any bad sense, Pl. Ti. 44a, X.Cyr.2.2.24: literally, of the magnet,σ. τὸν σίδηρον Epicur. Fr. 293
; of ligaments,ἑαυτοῖς σ. τοὺς σπονδύλους Gal.18(1).506
.2 draw on along with one, i.e. to one's own views,τινὰ πρὸς τὸ συμφῆσαι Pl.Sph. 236d
;πρὸς τὴν αὑτῶν γνώμην Plb.30.6.7
:—[voice] Pass., Epicur. Nat.121G.3 σ. τὸν ἀέρα inhale at the same time, Arist.Pr. 906a6 [suff] συνεπι-σπεύδω, join in forcing onward,τὰς ἁμάξας X.An.1.5.8
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > συνεπισπάω
См. также в других словарях:
Ὁ λύκος τὴν τρίχα, οὐ τὴν γνώμην ἀλάττει. — См. Волк и каждый год линяет, а все сер бывает … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
συντεχνία — Εμπορική και βιοτεχνική ένωση του Μεσαίωνα, στην οποία ανήκαν όλοι όσοι ασκούσαν την ίδια οικονομική δραστηριότητα, με σκοπό την προάσπιση κοινών συμφερόντων. Οι σ. υπήρξαν ιδιαίτερα πολυάριθμες και ανθηρές μεταξύ 12ου και 14ου αι. Οι ρίζες των σ … Dictionary of Greek
волѧ — ВОЛ|Ѧ (1161), Ѣ ( Ѧ) с. 1.Воля, как психическая способность, выражающаяся в действиях, поступках: прѣдаж тѣло своѥ наготу. волю на попьраниѥ. оутробоу на постъ. Изб 1076, 35; акы халевъ iс(с)ви. вьсю свою ѡ(т)сѣкъ волю. и боудеши акы ч(с)тыи… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
αν — (I) ἄν (Α) (επ. αιολ. και θεσσ. κε(ν), δωρ. και βοιωτ. κα) δυνητ. μόριο που χρησιμοποιείται με ρήματα, για να δηλώσει ότι κάτι υπάρχει ή συμβαίνει υπό ορισμένες περιστάσεις ή προϋποθέσεις παρουσιάζει ποικίλη χρήση και γι αυτό δεν είναι δυνατόν να … Dictionary of Greek
τίθημι — ΝΜΑ (μέσ. παθ.) τίθεμαι τοποθετούμαι νεοελλ. (κυρίως σε φρ.) α) «τίθεμαι επικεφαλής» i) μπαίνω πρώτος στη σειρά ii) μτφ. γίνομαι αρχηγός, προΐσταμαι β) «τίθεμαι επί ποδός» δραστηριοποιούμαι, κινητοποιούμαι γ) «τίθεμαι επί το έργον» καταπιάνομαι… … Dictionary of Greek
προσέχω — ΝΜΑ 1. έχω στρέψει την προσοχή μου σε κάτι, σκέπτομαι, παρατηρώ ή παρακολουθώ κάτι με ενδιαφέρον (α. «πρόσεχε στο μάθημα» β. «προσέχειν τῶν ἐμπείρων... ταῑς ἀναποδείκτοις φάσεσι», Αριστοτ.) 2. αντιλαμβάνομαι, διακρίνω (α. «ήταν κι αυτός εκεί αλλά … Dictionary of Greek
πρόοδος — Με αυτόν τον όρο χαρακτηρίζονται 3 ειδικές ακολουθίες πραγματικών ή –γενικότερα– μιγαδικών αριθμών· οι ακολουθίες αυτές φέρουν τις ονομασίες: αριθμητική π., γεωμετρική π., αρμονική π. Έστω (α): α1, α2,..., αν... μία ακολουθία μιγαδικών, γενικά,… … Dictionary of Greek
επέχω — (AM ἐπέχω) επιφυλάσσομαι, δεν εκφράζω οριστική άποψη μσν. νεοελλ. φρ. «επέχω θέση, τόπο» έχω ίση αξία, αντικαθιστώ αρχ. μσν. 1. κρατώ, βαστώ κάτι 2. συγκρατώ, εμποδίζω («οὐκ ἐφέξετε στόμα;», Ευρ.) 3. συγκρατούμαι («ἀλλ ἐπίσχες» στάσου) μσν. έχω… … Dictionary of Greek
πτοώ — πτοῶ, έω, ΝΜΑ, και ποιητ. τ. πτοιῶ Α φοβίζω, εμβάλλω φόβο σε κάποιον (α. «δεν πρόκειται να μάς πτοήσουν οι απειλές τους» β. «ὅταν δὲ ἀκούσητε πολέμους καὶ ἀκαταστασίας μὴ πτοηθῆτε», ΚΔ γ. «τῶν δὲ φρένες ἐπτοίηθεν», Ομ. Οδ.) αρχ. 1. (για πάθος ή… … Dictionary of Greek
волк и каждый год линяет, а все сер бывает — Ср. Хоть ты (змея) и в новой коже, Да сердце у тебя все то же. Крылов. Крестьянин и Змея. Ср. ...а свой ты нрав и зубы Здесь кинешь иль возьмешь с собой? Уж кинуть, вздор какой! Так вспомни же меня, что быть тебе без шубы. Крылов. Волк и Кукушка … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона
Волк и каждый год линяет, а все сер бывает — Волкъ и каждый годъ линяетъ, а все сѣръ бываетъ. Ср. Хоть ты (змѣя) и въ новой кожѣ, Да сердце у тебя все то же. Крыловъ. Крестьянинъ и Змѣя. Ср. ...«а свой ты нравъ и зубы Здѣсь кинешь иль возьмешь съ собой?» Ужъ кинуть, вздоръ какой! «Такъ… … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)